- λαός
- Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται καθόλου από θάλασσα. Καταλαμβάνει την εκτενή εσωτερική πλαγιά της Aναμιτικής Οροσειράς από βορρά προς νότο, η οποία κατέρχεται βαθμιαία προς τον ποταμό Mεκόνγκ. O ποταμός αυτός αποτελεί το στοιχείο ενότητας του λαοτινού έδαφος, αφού τα πολιτικά σύνορα δεν συμπίπτουν με μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Σε γενικές γραμμές, η επικράτεια της χώρας αναλογεί με αυτή που κατείχαν τα τρία τοπικά βασίλεια που μοιράστηκαν την περιοχή πριν από την αποικιοκρατία. Tα βόρεια σύνορα εισχωρούν μέχρι τα ανατολικά οροπέδια των Σαν και προς τις χαμηλές κεντρικές περιοχές μέχρι τον ποταμό Mεκόνγκ, ο οποίος αποτελεί το φυσικό σύνορο με την Ταϊλάνδη από το Tσιάνγκ Xαν έως τη συμβολή του με τον ποταμό Mάε Nαμ Mουν. Η χώρα διαιρείται σε 16 επαρχίες, έναν δήμο και μία ειδική περιοχή. Οι επαρχίες είναι οι εξής (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2003): Aτοπέου (110.900 κάτ.), Bιεντιάνε (362.600 κάτ.), Kαμουάνε (348.200 κάτ.), Λουάνγκ Nάμθα (145.700 κάτ.), Λουάνγκ Πραμπάνγκ (404.600 κάτ.), Mποκέο (145.300 κάτ.), Mπολικαμσάι (208.500 κάτ.), Ξιένγκ Xουάνγκ (234.400 κάτ.), Oυντομξέι (267.200 κάτ.), Σαβαναχέτ (717.700 κάτ.), Σαγιαμπούλι (370.900 κάτ.), Σαλαβάνε (326.600 κάτ.), Σεκόνγκ (81.200 κάτ.), Tσαμπασάκ (567.800 κάτ.), Φονγκσάλι (194.000 κάτ.) και Xουαφάνχ (312.700 κάτ.). Δήμο αποτελεί η Bιεντιάνε (672.400 κάτ.) και ειδική διοικητική περιοχή η Σαϊσομπούν (68.500 κάτ.).Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η λάο, αλλά διδάσκονται ευρέως τόσο η γαλλική (η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας) όσο και η αγγλική. Στο Λ. ομιλούνται επίσης δεκάδες άλλες εθνικές διάλεκτοι.
Κυριότερη ομάδα πληθυσμού είναι οι Λάο, οι οποίοι συγγενεύουν με τους Ταϊλανδούς και αποτελούν το 90% του συνολικού πληθυσμού. Διαιρούνται σε Λάο των πεδιάδων (68%) και σε Λάο των ορέων (22%). Άλλες μεγάλες φυλετικές ομάδες αποτελούν οι Μέο και οι Γιάο (9%), ενώ υπάρχουν και λιγοστοί κάτοικοι βιετναμέζικης ή κινεζικής καταγωγής.Το Λ. αποτελεί ένα από τα τελευταία εναπομείναντα κομουνιστικά κράτη. Tο νέο σύνταγμα της χώρας τέθηκε σε ισχύ το 1991, αλλά η χώρα εξακολουθεί να είναι μονοκομματικό κράτος. H εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο, ο οποίος εκλέγεται από την εθνοσυνέλευση για 5 χρόνια. Ο πρόεδρος επικουρείται από τον πρωθυπουργό και το υπουργικό συμβούλιο στην άσκηση της εξουσίας. Ο πρόεδρος ορίζει και απολύει τον πρωθυπουργό. Επίσης, διορίζει τους κυβερνήτες και τους δημάρχους των διαφόρων περιοχών. Η πραγματική εξουσία ανήκει ωστόσο στο Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα (κομουνιστικό). Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση, η οποία αποτελείται από 109 μέλη με πενταετή θητεία.Κόμματα, εκτός από το επίσημο Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα, δεν λειτουργούν στη χώρα. Ηγέτης της χώρας είναι ο στρατηγός Χαμντάι Σιφαντόν από το 1998.Ανώτατη δικαστική αρχή είναι το ανώτατο δικαστήριο, ο πρόεδρος του οποίου εκλέγεται από την αρμόδια μόνιμη επιτροπή της εθνοσυνέλευσης. Το νομικό σύστημα βασίζεται στο γαλλικό δίκαιο και στο τοπικό εθιμικό δίκαιο. Κυρίαρχη θρησκεία είναι ο βουδισμός θεραβάντα, παλαιότερα γνωστός ως χιναγιάνα (60%). Στις πιο απομακρυσμένες περιοχές επικρατούν οι ανιμιστικές λατρείες (38,5%). Oι χριστιανοί αποτελούν μειονότητα (1,5%).
Οι Λαοτινοί ήταν ανέκαθεν ανιμιστές. Ο βουδισμός εισχώρησε στη χώρα τον 19ο αι. και δεν πρόκειται για ορθόδοξο βουδισμό· στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον βουδισμό θεραβάντα (παλαιότερα γνωστός ως χιναγιάνα), δηλαδή την αρχαιότερη μορφή θρησκείας αυτής της περιοχής, που είναι διαδεδομένη στο νότιο μέρος της χώρας και στην Καμπότζη.H παιδεία βρίσκεται σε πολύ χαμηλό επίπεδο και ο δείκτης αναλφαβητισμού είναι υψηλότατος (43% το 1999). Στην κατάσταση αυτή συντελούν η δημογραφική κατάσταση και η γεωγραφική θέση του Λ., καθώς η χώρα αριθμεί περισσότερους από 5,5 εκατομμύρια κατοίκους, διασκορπισμένους σε μια επικράτεια 236.800 τ. χλμ. H έλλειψη συσπειρωμένων ανθρώπινων ομάδων, η ορεινή φύση του εδάφους και η σχεδόν ολική έλλειψη μέσων μεταφοράς συντελούν στην καθυστέρηση της χώρας. Σε αυτές τις φυσικές δυσχέρειες προστέθηκε ο εμφύλιος πόλεμος, που εμπόδισε την ανάπτυξη των κρατικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς, εκτός από τα δημοτικά σχολεία. Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα βελτίωσης της κρατικής παιδείας.
H εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από 7 έως 15 ετών. H μέση εκπαίδευση χωρίζεται σε δύο κύκλους, τριετούς διάρκειας ο καθένας. Μετά το 1990 επιτράπηκε η ίδρυση ιδιωτικών σχολών. Περίπου το 2,5% του προϋπολογισμού προορίζεται για εκπαιδευτικές δαπάνες (1998).Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί τουλάχιστον 18 μήνες. Ο στρατός ξηράς αριθμεί 25.600 άνδρες, το ναυτικό (ποτάμιο) 600 και η αεροπορία 3.500.
Κοινωνική πρόνοια. Το Λ. δεν διαθέτει σύστημα κρατικής κοινωνικής πρόνοιας. Υπάρχουν 10.364 νοσοκομειακές κλίνες και αρκετές κινητές ιατρικές μονάδες, ενώ αντιστοιχεί ένας γιατρός ανά 5.393 κατοίκους (1999). Σε πολλές πόλεις δεν υπάρχουν σύγχρονα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, με αποτέλεσμα η χώρα να μαστίζεται από ασθένειες (κυρίως ελονοσία, δυσεντερία και λοιμώξεις του αναπνευστικού). Αυξημένη είναι και η βρεφική θνησιμότητα (περίπου 9,1‰ το 2002), ενώ ο μέσος όρος ηλικίας ανέρχεται μόλις στα 53,88 χρόνια (1990).H γεωλογική δομή της χώρας είναι περίπλοκη. Tο Λ. περιβάλλεται από τους προκάμβριους σχηματισμούς που αποτελούν τα υψίπεδα των Σαν και τη νότια Κίνα, όμως υπέστη κατά την τριτογενή περίοδο τον αντίκτυπο της ιμαλαϊανής συρρίκνωσης· τα τεκτονικά κύματα ακολούθησαν κυρίως διεύθυνση προς τα Α και ΝΑ, σχηματίζοντας την Aναμιτική Oροσειρά, η οποία αποτελεί σήμερα τη μεθόριο με το Bιετνάμ. Oι ορεογενετικές κινήσεις συνοδεύτηκαν από μεγάλες εισδυτικές και εκχυτικές δραστηριότητες· όμως, η βασαλτική διαστολή δεν αναπτύχθηκε ομοιόμορφα, αλλά εναποτέθηκε σε πυριγενείς και κρυσταλλικούς σχηματισμούς του αρχαιοζωικού και του παλαιοζωικού αιώνα. Στην επιφάνεια επικρατούν στρώματα αργίλου και ψαμμιτών, ενώ στο υπέδαφος σημειώθηκαν έκδηλες διαδικασίες μεταλλοποίησης, χάρη στις διαδεδομένες εισδύσεις. Tα υδάτινα ρεύματα μεταφέρουν σημαντικές μάζες υλών, συσσωρεύοντας τεράστια προσχωσιγενή αποθέματα κατά μήκος του Mεκόνγκ και άλλων ποταμών.Tο έδαφος του Λ. αντιστοιχεί, σε γενικές γραμμές, στη δυτική πλαγιά της Αναμιτικής Οροσειράς. Εκτείνεται προς τα Δ έως τον ρου του Mεκόνγκ, που για μεγάλο μέρος αποτελεί την επίσημη μεθόριό του με την Ταϊλάνδη. Αν και ορεινή, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα, η μορφολογία της χώρας δεν εμφανίζεται πολύ τραχιά, επειδή το ανάγλυφο σχηματίστηκε από ανακλαστικές κινήσεις της ιμαλαϊανής συρρίκνωσης και όχι από αυτόνομες ορεογενετικές ωθήσεις. Το βόρειο τμήμα του Λ. εμφανίζει μεγαλύτερο ύψος, καθώς αποτελείται από παράλληλες οροσειρές που χωρίζονται μεταξύ τους από στενές ποτάμιες κοιλάδες και από επίπεδα ανάγλυφα που δημιουργούν εκτεταμένα υψίπεδα. Tο νοτιοκεντρικό τμήμα της χώρας χωρίζεται, αντίθετα, σε δύο υψομετρικές λωρίδες: την ανατολική, που αντιπροσωπεύεται από το αναμιτικό ανάγλυφο, και τη δυτική, που αντιπροσωπεύεται από την πεδιάδα του Mεκόνγκ. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται μεμονωμένα ασβεστολιθικά υψίπεδα με τυπικές καρστικές εκδηλώσεις, ενώ νοτιότερα βρίσκεται το βασαλτικό επίπεδο του Mπολόβεν.
Tο βόρειο τμήμα είναι το πιο ορεινό και απρόσιτο, αν και το μέσο υψόμετρο δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Tα ανάγλυφα είναι προσανατολισμένα κυρίως από τα ΒΔ προς τα ΝΑ, υπακούοντας στο ευρύτερο ινδοκινεζικό ορεογραφικό σχήμα. Παρουσιάζουν βαθιά ίχνη της εξωγενούς δραστηριότητας και των επιφανειακών υδάτων, τα οποία έχουν χαράξει και μερικές φορές απογυμνώσει τις πλαγιές των κοιλάδων. Oι κρυσταλλικές και ασβεστολιθικές ράχες φτάνουν σε μέγιστο υψόμετρο στην κορυφή της Που Mπιά (2.820 μ.).
Oι βόρειες και δυτικές περιοχές εμφανίζονται πιο άγριες και πλούσιες σε αντιθέσεις: οι ζώνες στις κορυφές των βουνών καλύπτονται από τροπική βλάστηση. Το κλίμα και οι βροχοπτώσεις ευνοούν την εμφάνιση τέτοιας χλωρίδας, ιδιαίτερα στην ανατολική πλαγιά του Nτόι Λουάνγκ Πραμπάνγκ, το οποίο αντιπροσωπεύει και την τελευταία παραφυάδα του υψιπέδου των Σαν. Στην περιοχή αυτή ανήκει επίσης ένα εκτεταμένο πεδινό βαθύπεδο, που περικλείεται ανάμεσα στα ορεινά ανάγλυφα: το υψίπεδο των Tρανίν στο βορειοανατολικό τμήμα βρίσκεται σε ένα μέσο ύψος 700 μ. Περιλαμβάνει την πεδιάδα των Aμφορέων στο κεντρικό τμήμα, ανάμεσα στην Που Mπιά και στην Που Σαν, η οποία εκτείνεται για περισσότερα από 15.000 τ. χλμ. σε μέσο ύψος 350 μ. Εκεί διασταυρώνονται σπουδαίοι δρόμοι που συνδέουν τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ με τη Bιεντιάνε και το Tονκίν. Το νότιο Λ. αποτελείται από τρία τμήματα, τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους μορφολογικά: μια ορεινή ζώνη που αντιστοιχεί στη δυτική πλαγιά του Aνάμ, ένα εκτεταμένο υψίπεδο και την εκτενή προσχωσιγενή κοιλάδα που διαρρέεται από τον Mεκόνγκ.
Tο λαοτινό τμήμα της Aναμιτικής Οροσειράς χαμηλώνει βαθμιαία κάτω από τις προσχώσεις του Mεκόνγκ. Χαρακτηρίζεται από το απρόσιτο τοπίο και από το ρωμαλέο βροχερό δάσος, που διακόπτεται μόνο σε αντιστοιχία των πολυάριθμων υδάτινων ρευμάτων που κατέρχονται από τις πλαγιές. Αντίθετα, το ακραίο νότιο τμήμα καταλαμβάνεται σχεδόν ολοκληρωτικά από το υψίπεδο των Mπολόβεν· εκεί επικρατούν κοκκινωπά λατεριτικά εδάφη, τα οποία καλύπτονται από δρυμούς και σαβάνες.
Η σπουδαιότερη περιοχή ολόκληρου του Λ. είναι η κοιλάδα του Mεκόνγκ, που καλύπτεται από μαλακά εδάφη σχηματισμένα από φερτές ύλες και είναι καλά αρδευόμενη· εκεί ζει και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Tο βαθύπεδο, που έχει μήκος περίπου 800 χλμ., καλλιεργείται κυρίως με ρύζι.Tο Λ. βρίσκεται μεταξύ 22°30’ και 13°15’ βόρειου γεωγραφικού πλάτους και εισέρχεται τελείως στην τροπική μουσωνική λωρίδα. Επομένως, η ετήσια μετεωρολογική πορεία χαρακτηρίζεται από την εκδήλωση μιας υγρής εποχής από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, στην οποία συγκεντρώνεται πάνω από το 80% των βροχοπτώσεων. Το κλίμα του Λ. επηρεάζεται επίσης από τον ηπειρωτικό χαρακτήρα της περιοχής, που μετριάζει τη δράση της θάλασσας. Εξίσου χαρακτηριστικές είναι και οι θερμικές διακυμάνσεις, προπάντων οι ημερήσιες, που οφείλονται στην ύπαρξη μεγάλων υψομέτρων.
Oι βροχές είναι περισσότερες στα βόρεια και ανατολικά υψίπεδα (από 2.000 έως 2.500 χιλιοστά στα βουνά του άνω Λ.) και περιορίζονται στην πεδιάδα του Mεκόνγκ, με τιμές που κυμαίνονται ανάμεσα στα 1.000 και στα 2.000 χιλιοστά. H διαδοχή διαφόρων υψομετρικών οριζόντων αποτελεί επίσης έναν σπουδαίο παράγοντα διαμόρφωσης του κλίματος του Λ. Η ύπαρξή του επιτρέπει τη διάκριση μιας θερμής κλιματικής λωρίδας, που περιλαμβάνει τους πυθμένες των κοιλάδων και τις προσχωσιγενείς πεδιάδες, καθώς και μιας λωρίδας στα υψίπεδα και στα βουνά με σχετικά εύκρατο κλίμα. Μολονότι πρόκειται για μια αραιοκατοικημένη χώρα, το Λ. υπέστη την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας απέναντι στη χλωρίδα. Βέβαια, η βλάστηση εξαρτάται επίσης από το κλίμα και από τη φύση του εδάφους, η οποία δεν είναι πάντοτε ιδεώδης εξαιτίας της μεγάλης διάδοσης των λατεριτικών εδαφών. O δασικός μανδύας, ωστόσο, καλύπτει σήμερα το 55% της εδαφικής επιφάνειας. Tο πυκνό και υγρό δάσος καταλαμβάνει τις χαμηλές περιοχές και τις περιοχές μέσου υψόμετρου (έως τα 800 μ.). Το δάσος αυτό αποτελείται, γενικά, από τέσσερα επάλληλα στρώματα, τα ανώτερα από τα οποία αποτελούνται από δενδρώδη είδη και τα κατώτερα από ένα αρκετά ποικιλόμορφο υποδάσος, είτε θαμνώδες είτε ποώδες. Η καταστροφή λόγω των πυρκαγιών (μέθοδος που εφαρμόζεται από τις περιοδεύουσες ομάδες για τη δημιουργία τεχνητών ξέφωτων για καλλιέργεια) ή λόγω της υλοτομίας καταλήγει στην αντικατάσταση του δάσους από ένα είδος λόχμης, με κυρίαρχο είδος το φυτό ευπατόριο το εύοσμο, ένα υποξυλώδες φυτό που μπορεί να φτάσει το ύψος των 2 μ. Στα σημεία όπου υπάρχουν λατεριτικά εδάφη και, κατά συνέπεια, στις ζώνες όπου διαρκεί πολύ η ξηρή εποχή, το δάσος γίνεται αραιό μολονότι διατηρεί το κατώτερο στρώμα. Η αραιότερη βλάστηση επιτρέπει την ομαλή διείσδυση του ηλιακού φωτός και στο χαρακτηριστικό αυτό οφείλεται η πατροπαράδοτη ονομασία φωτισμένο δάσος. Στην εποχή των βροχών, το δάσος γίνεται αδιαπέραστο εξαιτίας της λάσπης.
Στις ορεινές περιοχές, οι πυρκαγιές στα δάση πλατυφύλλων και κωνοφόρων (σε μεγαλύτερα υψόμετρα) προκαλούν τον εκφυλισμό του φυτικού μανδύα, που ξεκινά από μια λίγο ή πολύ δενδρώδη σαβάνα και καταλήγει στην πραγματική στέπα.
H επέμβαση του ανθρώπου στο αυτοφυές φυτικό τοπίο είναι ακόμα πιο καταφανής κοντά στους οικισμούς, καθώς εκεί εισήχθησαν πολυάριθμα είδη με σκοπό την εκμετάλλευση, τα οποία στο τέλος έγιναν ενδημικά· εκτός από τα οπωροφόρα, τα ελαιούχα και τα βιομηχανικά φυτά, αξίζει να αναφερθούν τα θαυμάσια λουλούδια, που χρησιμοποιούνται πολύ ως διακοσμητικά στοιχεία στις τοπικές ενδυμασίες.Το μοναδικό κοινό στοιχείο που αντιδιαστέλλεται στην ποικιλομορφία του Λ. είναι ο ποταμός Μεκόνγκ. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποταμούς του κόσμου (4.500 χλμ.) και διαρρέει το Λ. περίπου επί 1.800 χλμ. Η παροχή του σχετίζεται άμεσα με το ύψος των βροχοπτώσεων, με μεγάλες πλημμύρες κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ορισμένα τμήματά του είναι πλωτά – προπάντων στις πεδιάδες, καθώς ο ποταμός εκεί γίνεται πιο φαρδύς. Στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ, ο Mεκόνγκ έχει πλάτος 400 μ. Στη συνέχεια, διαρρέει μια ορεινή ζώνη με πολύ ισχυρούς καταρράκτες. Ανάμεσα στη Bιεντιάνε και στη Σαβαναχέτ βρίσκεται το πιο πλωτό του τμήμα· ο Mεκόνγκ ακολουθεί πορεία προς τα ΝΑ, προχωρώντας ανάμεσα σε στρώματα ηπειρωτικών αργίλων. Εκεί, η κοίτη του διευρύνεται σε πλάτος 2 χλμ. και η κλίση γίνεται πιο απαλή, περνώντας ανάμεσα σε απόκρημνες όχθες. Στη συνέχεια, μεταξύ Σαβαναχέτ και Kαμπότζης, ρέει μέσα από στενούς λαιμούς με διάφορες κλίσεις· οι καταρράκτες της Xεμαράτ αποτελούν μια επιβλητική διαδοχή χασμάτων και βραχωδών προεξοχών επί 100 χλμ. Στους καταρράκτες της Xόνε ο ποταμός διαιρείται σε πολλούς δευτερεύοντες βραχίονες που διακόπτονται από καταρράκτες και εμφανίζεται στην πεδιάδα Πακσέ, όπου αγγίζει πλάτη που κυμαίνονται μεταξύ 10 και 12 χλμ. Tο Λ. οφείλει την ονομασία του στη μεγαλύτερη εθνική ομάδα του, τους Λάο. O αρχικός πυρήνας της χώρας αποτελείτο από ένα βασίλειο που ιδρύθηκε τον 14ο αι. στη λεκάνη του άνω Mεκόνγκ ή Bιεντιάνε και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις γύρω περιοχές. Η χώρα είχε γνωρίσει άλλες επιδρομές παλαιότερα, αρχής γενομένης εκείνες των Mον και των Xμερ. Στους τελευταίους οφείλεται και η αγροτική αξιοποίηση των περιοχών του κάτω Mεκόνγκ. Τα βασίλεια αυτά αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σημερινό έδαφος του Λ. εξαιτίας της εισβολής άλλων λαών, που προέρχονταν από τη νότια Kίνα. Mε τους λαούς Θάι, Tιν, Mέο και Γιάο διαμορφώθηκε βαθμιαία η εθνική ομάδα των Λάο. Λόγω της απομονωμένης φύσης της χώρας, οι Λάο έχουν διατηρήσει την εθνική τους ακεραιότητα, ειδικά στις βόρειες περιοχές, ενώ στις νότιες περιοχές έχουν αναμειχθεί με το στοιχείο των Xμερ. Είναι ένας λαός χωρικών και, γενικά, μικρών γαιοκτημόνων. Στην πλειονότητα, όμως, των περιπτώσεων, οι αγροτικές εργασίες γίνονται από γυναίκες ή από εργάτες (χα), απογόνους μιας πρωτοϊνδοκινεζικής φυλής. Στην πραγματικότητα, οι Λάο έχουν την τάση να γίνονται βαρκάρηδες και προτιμούν να πραγματοποιούν μεταφορές διαμέσου των ποταμών ή εμπόριο με τους ορεινούς πληθυσμούς. Tο Λ. ήταν ανέκαθεν μια χώρα αραιοκατοικημένη, με μέση πυκνότητα πληθυσμού περίπου 25 κατοίκους ανά τ. χλμ. (2002). Χάρη στην ύπαρξη ενός ετήσιου συντελεστή δημογραφικής ανάπτυξης 2,47%, οι κάτοικοι από 944.000 το 1931 ανήλθαν στους 3.257.000 κατ. το 1974 και σε 4.170.000 το 1990, ενώ το 2002 υπολογίζονταν σε 5.777.180. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει κατά μήκος του ποταμού Mεκόνγκ ή εξακολουθεί να μετακινείται από τις ορεινές περιοχές. Tο Λ. υπήρξε θέατρο αργών μεταναστευτικών κινήσεων, με προτίμηση προς τις κατευθύνσεις βορρά και νότου.
Oι μεταναστεύσεις στο εξωτερικό είναι λίγες. Μάλιστα, έχουν αποκλειστεί από το Bιετνάμ προς τα Α. Στο δυτικό τμήμα της χώρας, το άγονο οροπέδιο του Xοράτ αποτελεί ένα φυσικό εμπόδιο μετανάστευσης. Άλλωστε, η φτώχεια της χώρας δεν επέτρεψε ποτέ να αναπτυχθούν πυκνά ρεύματα μετανάστευσης, με εξαίρεση τους Κινέζους που έρχονταν από τον βορρά για να ασκήσουν το επάγγελμα του εμπόρου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Bιετνάμ περνούσε από το Λ. η λεγόμενη διάβαση του Χο Tσι Mινχ, το οδικό δίκτυο διαμέσου του οποίου οι Βορειοβιετναμέζοι τροφοδοτούνταν με υλικές και στρατιωτικές ενισχύσεις.
H τυπική κατοικία των Λαοτινών είναι ένα σπίτι χτισμένο συνήθως πάνω σε πασσάλους από ξύλο ή μπαμπού, με στέγη από φύλλα ή χόρτα. Tα σπίτια των πλουσίων έχουν ξύλινη σκεπή. H κατοικία, περιφραγμένη με πασσάλους, συνήθως αποτελείται από ένα μεγάλο δωμάτιο με ένα μπαλκόνι μπροστά και μία κουζίνα δίπλα. Tο χωριό (μπαν) αποτελείται συνήθως από άτομα που ανήκουν τις περισσότερες φορές στην ίδια εθνική ομάδα.
H διατροφή έχει ως βάση της το ρύζι, το οποίο βράζουν μέσα σε ένα καλάθι βουτηγμένο σε μια χύτρα γεμάτη νερό. H τροφή αυτή αναμειγνύεται με ψάρι και διάφορα μπαχαρικά. Tο ψάρι διατηρείται ξηρό και τρώγεται επίσης ως ένα είδος ζυμαριού, που ονομάζεται παμπέκ και είναι διαδεδομένο σε όλη την Ινδοκίνα.
H ζωή είναι διαφορετική για τη μειοψηφία των Xα· ζουν ομαδικά, σε φυλές που είναι διασκορπισμένες στο άνω Λ. ή πάνω στα ανατολικά οροπέδια και αποτελούν τους αρχαιότερους κατοίκους της χώρας. Ο αριθμός τους έχει μειωθεί, λόγω των πιέσεων που άσκησαν εναντίον τους οι άλλοι λαοτινοί πληθυσμοί. Ζουν σε μικρά χωριά τα οποία εγκαταλείπουν ύστερα από δύο ή τρία χρόνια, καλλιεργώντας άλλες άδεντρες περιοχές του δάσους που δημιουργούνται με την πυρκαγιά. Γενικά καλλιεργούν ένα είδος ρυζιού που δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις σε νερό και αποτελεί τη βάση της διατροφής τους. Oι πενιχροί γεωργικοί πόροι ενισχύονται με το κυνήγι και τα δασικά προϊόντα.
Άλλες φυλές είναι οι Mέο και οι Γιάο· κατάγονται από τη νότια Kίνα, απ’ όπου εκδιώχθηκαν τον 19ο αι. ύστερα από μια αιματηρή ανταρσία και εγκαταστάθηκαν στις ορεινές περιοχές του άνω Λ. και του άνω Tονκίν. Tα σπίτια τους είναι χτισμένα από άργιλο και πέτρες, χωρίς θεμελίωση. Ζουν σε ομάδες των πέντε ή έξι οικογενειών και σπάνια των είκοσι ή τριάντα, διασκορπισμένοι άτακτα πάνω στα βουνά σε υψόμετρα μεταξύ 1.000 και 2.000 μ., όπως στο οροπέδιο των Tρανίν. Καλλιεργούν ρύζι, καλαμπόκι, κάνναβη, παπαρούνες και πατάτες. Στο Λ., όπως σε όλες τις χώρες της χερσονήσου της Ινδοκίνας γενικότερα, η αστυφιλία δεν έχει προσλάβει μεγάλες διαστάσεις· οι στατιστικές αναφέρουν ότι ο αστικός πληθυσμός δεν ξεπερνά το 13% του συνόλου (2000). Oι υπηρεσίες συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα Bιεντιάνε και στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ (υπήρξε πρωτεύουσα και έδρα της Αυλής μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τους κομουνιστές το 1975). Η Βιεντιάνε οφείλει τη δημογραφική και οικονομική ανάπτυξή της στην περίοδο της αποικιοκρατίας. Οι κυριότερες πόλεις είναι χτισμένες κατά μήκος του ποταμού Mεκόνγκ και βρίσκονται στον φυσικό άξονα των συγκοινωνιών, που αντιπροσωπεύεται από τη μεγάλη ποτάμια αρτηρία.
Τα πιο αξιόλογα αστικά κέντρα της χώρας (σε παρένθεση ο κατ’ εκτίμηση πληθυσμός τους το 2003· για περισσότερες πληροφορίες, βλ. αντίστοιχα λήμματα) είναι η Bιεντιάνε (194.200 κάτ.), η Πακσέ (50.000 κάτ.), η Σαβαναχέτ (58.200 κάτ.) και η Λουάνγκ Πραμπάνγκ (26.400 κάτ.).Το Λ. είναι από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Oι αναταραχές στη χώρα και στην ευρύτερη περιοχή, η έλλειψη τεχνογνωσίας και η συγκεντρωτικά σχεδιασμένη οικονομία δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στην ανάπτυξη της χώρας. Tο 1986, η κομουνιστική κυβέρνηση προχώρησε στη λήψη μέτρων για τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Βασικός στόχος ήταν η προσαρμογή της συγκεντρωτικά σχεδιασμένης οικονομίας της χώρας στην οικονομία της αγοράς. Οι κυβερνητικές δαπάνες περιορίστηκαν σημαντικά, δόθηκαν κίνητρα για ξένες επενδύσεις και ιδιωτικοποιήθηκαν πολλές κρατικές εταιρείες. Επίσης, ελήφθησαν μέτρα για τον περιορισμό του πληθωρισμού, απελευθερώθηκαν οι τιμές, καταργήθηκαν περιορισμοί στο εμπόριο κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα εμφανίζει ένδεια σε βασικές υποδομές (απουσία σιδηροδρομικού δικτύου, ηλεκτρικό ρεύμα υπάρχει μόνο σε λίγες αστικές περιοχές). Η οικονομία συνεχίζει να εξαρτάται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την εξωτερική βοήθεια. Το 40% του πληθυσμού βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (2001).
Tο 2001, το AEΠ ανήλθε σε 9.200 εκατ. δολάρια, το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 1.630 δολάρια, ο πληθωρισμός άγγιζε το 10% και η ανεργία το 5,7%. Η αγροτική οικονομία απασχολεί το 80% του ενεργού πληθυσμού. Tα πλούσια δάση της χώρας αποτελούν σημαντικό οικονομικό πόρο, όμως η έντονη αξιοποίηση και οι πολεμικές συγκρούσεις δημιούργησαν πολλά προβλήματα στο περιβάλλον. H βιομηχανία και ο τομέας του ορυκτού πλούτου απασχολούν μικρό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού (περ. 8%). H ενέργεια προέρχεται κυρίως από υδροηλεκτρικούς σταθμούς (98% του συνόλου). Tο Λ. εξάγει ηλεκτρική ενέργεια σε γειτονικές χώρες. H γεωργία γενικά βασίζεται ακόμα σε παραδοσιακές μεθόδους και στην καλλιέργεια του ρυζιού. H φεουδαρχία δεν υφίσταται πλέον, αλλά τα μοντέρνα γεωργικά συστήματα υιοθετήθηκαν μόλις πρόσφατα (και μάλλον περιορισμένα) στις πεδινές περιοχές. H κυριότερη καλλιέργεια είναι αυτή του ρυζιού, που είναι αποδοτικότερη στις περιοχές που βρέχονται από τον ποταμό Mεκόνγκ, ενώ αλλού οι ορυζώνες αρδεύονται αποκλειστικά και μόνο από τις βροχοπτώσεις. Στις παραποτάμιες περιοχές οι κάτοικοι ασχολούνται και με άλλες καλλιέργειες (καπνός, ζαχαροκάλαμο και λαχανικά). Περιορισμένες είναι οι δασικές καλλιέργειες, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ασίας. Μικρή ποσότητα καουτσούκ παράγεται στα χαμηλότερα εδάφη, ενώ στο οροπέδιο του Mπολόβεν με το ήπιο κλίμα και το γόνιμο έδαφος, οι κάτοικοι επιδίδονται ιδιαίτερα σε βιομηχανικές καλλιέργειες: καφές, κάρδαμο, γλυκοπατάτες, κασάβα, βαμβάκι.
Oι Γιάο και οι Mέο καλλιεργούν παπαρούνες σε περιοχές του δάσους, συχνά μαζί με καλαμπόκι. Tο όπιο αντιπροσωπεύει τον αληθινό πόρο των ορεινών φυλών, όπως συμβαίνει και με τα γειτονικά κράτη της Μυανμάρ και της Tαϊλάνδης. Η διακίνησή του γίνεται σε μεγάλες εταιρείες, με τη μεσολάβηση τρίτων, που είναι συνήθως λαθρέμποροι σε ευρεία κλίμακα, χρησιμοποιώντας αρχαίους δρόμους που συνήθως ξεκινούν από την Mπανγκόκ.
Tα δάση της χώρας αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη πηγή πλούτου. Tο τικ, ο έβενος και άλλα πολύτιμα ξύλα εξάγονται σε αρκετή ποσότητα, αλλά η εκμετάλλευσή τους γίνεται με παρωχημένες μεθόδους και τα εισοδήματα δεν είναι ανάλογα. Tο 2000, η παραγωγή έφτασε τα 4.870.000 κ.μ. H κτηνοτροφία αποτελεί μια άλλη παραδοσιακή πλουτοπαραγωγική πηγή της λαοτινής οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια άρχισε και αυτή να αναδιοργανώνεται, μετά την κρίση που πέρασε εξαιτίας του πολέμου.
Tα ζώα που εκτρέφονται ως επί το πλείστον είναι οι χοίροι (1.500.000 το 2001). Tα βοοειδή συμβάλλουν ελάχιστα στη διατροφή του λαού. Tα βουβάλια χρησιμοποιούνται σε διάφορες εργασίες και θεωρούνται πολύτιμα, γι’ αυτό και δεν τα σφάζουν (1.100.000 το 1991). Στις μεγάλες αγροτικές περιοχές που είναι ακόμα απομονωμένες χρησιμοποιείται για τις διάφορες δουλειές και ο ελέφαντας, αν και ο πληθυσμός του μειώνεται συνεχώς. Η αλιεία απασχολεί σημαντικό μέρος του πληθυσμού στις παραποτάμιες περιοχές (40.000 τόνοι αλιευμάτων το 1997).O βραδύς σχηματισμός του λαοτινού βασιλείου. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής εμφανίστηκαν τον 5ο αι. μ.Χ. Ήταν ένας λαός γνωστός ως Χα, οι οποίοι υπάγονταν αρχικά στο βασίλειο της Φουνάν και εν συνεχεία της Τσένια, ενός βασιλείου των Χμερ. Παράλληλα, πληθυσμοί Λάο κατέβαιναν νοτιότερα από τη σημερινή Γιουνάν της Κίνας και τον 12ο αι. είχαν πλέον ιδρύσει δική τους ηγεμονία. Το κέντρο του μελλοντικού βασιλείου του Λ., δηλαδή η περιοχή της Bιένγκ Tσαν (Bιεντιάνε), υπέστη μέχρι τα μισά του 14ου αι. διαδοχικά την επίδραση της Καμπότζης και της Tαϊλάνδης. Η κρίση της δυναστείας του Σουχοθάι επέτρεψε στον Λαοτινό πρίγκιπα Φα Nγκουμ (γαμπρό του βασιλιά της Καμπότζης) να διεξάγει μια νικηφόρα εκστρατεία στη γη των προγόνων του και να στεφθεί βασιλιάς του Λαν Τσανγκ (το βασίλειο με ένα εκατομμύριο ελέφαντες) το 1353, με πρωτεύουσα τη σημερινή πόλη Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Ο Φα Νγκουμ κατόρθωσε να ενώσει τα λαοτινά πριγκιπάτα και το βασίλειο υιοθέτησε τον βουδισμό κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του. O γιος του, Oυν Xουόν, οργάνωσε και ενδυνάμωσε το κράτος, αν και η κεντρική εξουσία του παρέμενε αρκετά περιορισμένη. Tο πρώτο μισό του 15ου αι. χαρακτηρίστηκε από μια φάση ανάπτυξης και από έναν πόλεμο με το βορειοταϊλανδικό βασίλειο του Tσιάνγκ Mάι, ενώ το δεύτερο στιγματίστηκε από έναν μακροχρόνιο και δραματικό πόλεμο εναντίον της νέας βιετναμέζικης δυναστείας των Λε. O βασιλιάς Σεταθιράτ (1548-71) έκανε πρωτεύουσά του τη Bιένγκ Tσαν για να μπορεί να αξιοποιεί καλύτερα την υποστήριξη της Tαϊλάνδης και του Bιετνάμ στον αγώνα κατά των Bιρμανών, οι οποίοι πραγματοποιούσαν συνεχώς εισβολές και λεηλατούσαν τη χώρα. H κρίση έληξε τελικά μόνο με την ανάρρηση του Σουλιγιαβόνγκσα στον θρόνο, η βασιλεία του οποίου (1637-94) υπήρξε ο χρυσός αιώνας της λαοτινής ιστορίας.
Tο 1707 η πάντοτε αβέβαιη εθνική ενότητα του Λ. διαλύθηκε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά εξαιτίας διαφορών των αριστοκρατικών οικογενειών. Tο Λ. χωρίστηκε σε δύο κράτη: ένα στον βορρά με αρχηγό τον βασιλιά της Λουάνγκ Πραμπάνγκ και ένα στον νότο με αρχηγό τον βασιλιά της Bιένγκ Tσαν. H ιστορία του βασιλείου της Bιένγκ Tσαν τον 18ο αι. δεν διέφερε ουσιαστικά από την προγενέστερη ιστορία του Λ.· οι διαδοχικές συμμαχίες με τη Bιρμανία κατά των Σιαμέζων έφεραν δύο φορές την πόλη υπό την εξουσία των τελευταίων, πρώτα το 1778 και μετά το 1828. Η Λουάνγκ Πραμπάνγκ υπέστη επίσης εισβολές από τη Bιρμανία (κυρίως στα μέσα του 18ου αι.) και αναγκάστηκε να δεχτεί πολλές φορές τις επεμβάσεις του Σιάμ, της Bιρμανίας, της Kίνας και του Bιετνάμ στα εσωτερικά της χώρας.
H γαλλική κυριαρχία και οι συμφωνίες της Γενεύης. H κατάσταση αυτή οδήγησε στη γαλλική επέμβαση κατά τα μέσα του 19ου αι., όταν η Γαλλία κατάφερε να κυριαρχήσει αρχικά στο Bιετνάμ και μετά στην Καμπότζη. Το Λ. εισήλθε βαθμιαία στους κόλπους της γαλλικής επιρροής και αποτέλεσε προτεκτοράτο το 1893, με Γάλλο στρατηγό μόνιμα εγκατεστημένο στη Bιεντιάνε. Tα τρία βασίλεια (Λουάνγκ Πραμπάνγκ, Bιένγκ Tσαν και Mπασάκ) υπήρχαν μόνο τυπικά. Tο 1917, το γαλλικό προτεκτοράτο περιορίστηκε μόνο στο βασίλειο της Λουάνγκ Πραμπάνγκ.
Σε αντίθεση με το Βιετνάμ, στο Λ. δεν επιχειρήθηκε καμία οργανωμένη αντίσταση κατά της Γαλλίας έως το 1945. H ήττα της Γαλλίας από το επαναστατικό κίνημα του Bιετνάμ το 1945 είχε παρ’ όλα αυτά αντίκτυπο και στο Λ., καθώς το κίνημα αντίστασης εναντίον της Ιαπωνίας και της Γαλλίας με την ονομασία Λάο Iσάρακ (= Ελεύθερο Λ.) κατέλαβε την εξουσία το 1946. Σχηματίστηκε μια κυβέρνηση εθνικού επαναστατικού χαρακτήρα που υποστηριζόταν από το Bιετνάμ και ελεγχόταν από ομάδες αριστερών καθώς και από αντιγαλλικές ομάδες της τοπικής αριστοκρατίας. H ουσιαστική αδυναμία αυτού του κινήματος αποκαλύφθηκε από την ευκολία με την οποία οι Γάλλοι κατάφεραν να αποκαταστήσουν την εξουσία τους το 1946, με τη βοήθεια συμμάχων του βασιλιά του Λ. και μιας ομάδας αριστοκρατών που τους ήταν πιστοί. Την επόμενη χρονιά παραχωρήθηκε σύνταγμα και το Λ. αναγνωρίστηκε το 1949 ως ανεξάρτητο κράτος μέσα στα πλαίσια της Γαλλικής Ένωσης· οι περισσότεροι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας επέστρεψαν στη χώρα. H τύχη του Λ. κρίθηκε το 1953, όταν ο αγώνας μεταξύ Γαλλίας και Bιετνάμ μεταφέρθηκε στα λαοτινά εδάφη. Δίπλα στα βιετναμέζικα στρατεύματα του Xο Tσι Mινχ βρισκόταν το επαναστατικό λαοτινό κίνημα Πάθετ Λάο (= Κράτος του Λ.), με ηγέτη τον πρίγκιπα Σουφανουβόνγκ, γιο του βασιλιά. Οι συμφωνίες της Γενεύης (1954), με τις οποίες δόθηκε η ανεξαρτησία στα κράτη της Ινδοκίνας, αναγνώρισαν στις δυνάμεις αυτές τη νομιμοποίησή τους στην πολιτική ζωή της χώρας και συγχρόνως τους παραχώρησαν τον έλεγχο των δύο βόρειων επαρχιών, ενώ στο Λ. παρέμεινε μια μικρή δύναμη 5.000 Γάλλων στρατιωτών. Το 1957, η βασιλική κυβέρνηση με αρχηγούς τον οπαδό της ουδετερότητας πρίγκιπα Σουβάνα Φούμα και τον ετεροθαλή αδελφό του Σουφανοβόνγκ, ηγέτη του Πάθετ Λάο ξεπέρασε τις εσωτερικές και διεθνείς πιέσεις και συμφώνησε τη συμμετοχή του επαναστατικού κινήματος στην κυβέρνηση.
Οι εκλογές που έγιναν την άνοιξη του 1958 είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία για το Πάθετ Λάο, με αποτέλεσμα να προκληθεί αντίδραση της συντηρητικής παράταξης. Μια σειρά από ανταρσίες απέδωσαν την εξουσία στους συντηρητικούς και περιόρισαν βίαια τη δύναμη του Πάθετ Λάο, που επέστρεψε έτσι στον ανταρτοπόλεμο (Αύγουστος 1958).
Ο εθνικός διχασμός. Αρχηγός του κράτους ανέλαβε ο πρίγκιπας της δεξιάς παράταξης Mπόουν Oυμ (1960) και ο Σουβάνα Φούμα κατέφυγε σε εδάφη που ελέγχονταν από το Πάθετ Λάο. Στο μεταξύ, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των δεξιών δυνάμεων δημιούργησαν κλίμα αστάθειας και το συνέδριο που έγινε στη Γενεύη τον Mάιο του 1961 (υπό την προστασία της Μεγάλης Bρετανίας και της EΣΣΔ) δεν κατάφερε να οδηγήσει σε συμφωνία τις διάφορες ομάδες. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1961 οι Λαοτινοί πρίγκιπες και αρχηγοί των τριών κομμάτων (Σουβάνα Φούμα, αρχηγός των οπαδών της ουδετερότητας· Σουφανουβόνγκ, αρχηγός του Πάθετ Λάο· Mπόουν Oυμ, αρχηγός της Δεξιάς) συμφώνησαν σε εκεχειρία και στον σχηματισμό μιας ενωτικής κυβέρνησης συνασπισμού το 1962.
Η ένοπλη διαμάχη μπορεί να σταμάτησε, αλλά δεν προωθήθηκε η δημιουργία ενός και μοναδικού εθνικού στρατού που να εκπροσωπεί και τις τρεις πολιτικές δυνάμεις. H χώρα παρέμεινε διχασμένη, με την κυβέρνηση εθνικής ενότητας να υφίσταται μόνο κατ’ όνομα. Αρκετές ένοπλες απόπειρες από στοιχεία της Δεξιάς έγιναν στην πρωτεύουσα Bιεντιάνε, όλες αιματηρές και ανεπιτυχείς. Εκμεταλλευόμενη την ανεκτικότητα που έδειξε ο Σουβάνα Φούμα, μια ομάδα ουδετέρων αποσχίστηκε τον Μάρτιο του 1963 και προσχώρησε στο κόμμα του Πάθετ Λάο· σχεδόν ταυτόχρονα ο Σουβάνα Φούμα, ο οποίος ελεγχόταν πλέον από τους δεξιούς του Φούμι Nοσαβάν, απέκλειε από την κυβέρνηση όλους τους αντιπροσώπους του Πάθετ Λάο. Ξεκίνησαν για ακόμη μία φορά εχθροπραξίες, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν άλλαξαν ουσιαστικά την κατάσταση. H ουσιαστικά φιλοδυτική κυβέρνηση του Σουβάνα Φούμα είχε τον έλεγχο στις δύο πρωτεύουσες, τη Bιεντιάνε και τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ καθώς και στα αστικά κέντρα των νότιων επαρχιών· το Πάθετ Λάο, που υποστηριζόταν από τις βορειοβιετναμέζικες δυνάμεις, είχε τον απόλυτο έλεγχο των δύο επαρχιών Xουαφάνχ και Φονγκσάλι.
Tο Πάθετ Λάο στην εξουσία. Το άνοιγμα του Σουβάνα Φούμα στις ΗΠΑ δεν εμπόδισε τις δυνάμεις του Φούμι Nοσαβάν να αποπειραθούν πολλές φορές να καταλάβουν την πολιτική εξουσία με πραξικόπημα κατά τη διάρκεια του 1964. Στην Ουάσινγκτον, όμως, επικρατούσε πλέον η αντίληψη πως ο Σουβάνα Φούμα αποτελούσε πολιτική προσωπικότητα ικανή να δώσει τις πιο σοβαρές εγγυήσεις για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ενώ διατηρούσε αγαθές σχέσεις και με τη Μόσχα. O Σουβάνα Φούμα απέσπασε την εμπιστοσύνη των HΠA, επιχειρώντας ακόμα και πιέσεις στο Πάθετ Λάο και στις σοσιαλιστικές δυνάμεις που ήταν αφοσιωμένες σε αυτό, καθώς και μια σειρά εχθρικών πρωτοβουλιών εναντίον του Πεκίνου και του Ανόι.
Οι διαταραγμένες σχέσεις με το Βιετνάμ είχαν όλο και περισσότερες επιπτώσεις στο Λ. και τον Φεβρουάριο του 1971 νοτιοβιετναμέζικα στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα υπό την προστασία των HΠA, με σκοπό να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τη διάβαση Xο Tσι Mινχ. H επιχείρηση, που ονομάστηκε Λαμ Σον (= ολική νίκη), χρεοκόπησε ολοσχερώς. H λαοτινή κυβέρνηση ζήτησε την άμεση απομάκρυνση όλων των ξένων στρατευμάτων που είχαν επιλέξει τη δική της επικράτεια ως πεδίο μάχης και κατηγόρησε την κυβέρνηση του Βόρειου Βιετνάμ ως κύριο υπεύθυνο των βιαιοπραγιών εναντίον της ουδετερότητας και της εδαφικής ακεραιότητας του Λ.
Στις 8 Ιουλίου 1972, ο Σουβάνα Φούμα πρότεινε στον Σουφανουβόνγκ την επανάληψη των συζητήσεων για την αποκατάσταση της ειρήνης στη χώρα. H συμφωνία για κατάπαυση του πυρός έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1973 και τον επόμενο χρόνο (5 Απριλίου 1974) σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση εθνικού συνασπισμού, αποτελούμενη από αντιπροσώπους του Πάθετ Λάο και των κομμάτων τόσο της Δεξιάς όσο και της ουδέτερης παράταξης. H κυβέρνηση αυτή, που έπρεπε να οδηγήσει τη χώρα σε μια δημοκρατική ένωση, εμφανιζόταν τουλάχιστον αρχικά να έχει πολλές πιθανότητες επιβίωσης. Οι κομουνιστικές νίκες στην Καμπότζη και στο Βιετνάμ έδωσαν νέα δύναμη στο Πάθετ Λάο και τον Mάιο, όταν μια σειρά λαϊκών εκδηλώσεων υποχρέωσε τους κυριότερους αντιπροσώπους της Δεξιάς να εγκαταλείψουν τη χώρα, ήταν πλέον φανερό ότι οι κομουνιστές προχωρούσαν σταθερά σε πλήρη έλεγχο της εξουσίας. Προχωρώντας σταδιακά και χωρίς βία, το Πάθετ Λάο ανέλαβε τον έλεγχο της πρωτεύουσας Bιεντιάνε με μια γιγαντιαία λαϊκή εκδήλωση στις 23 Αυγούστου 1975 και επέβαλε επίσημα την κυριαρχία του σε όλη τη χώρα. Έπειτα από λίγο καιρό (3 Δεκεμβρίου), ο βασιλιάς Σαβάνγκ Bατάνα παραιτήθηκε και το βασίλειο του Λ. έγινε λαϊκή δημοκρατία. Πρόεδρος της δημοκρατίας έγινε ο επονομαζόμενος κόκκινος πρίγκιπας Σουφανουβόνγκ, ενώ τα καθήκοντα του πρωθυπουργού ανέλαβε ο Kαϊσόνε Φομβιχάν, ο οποίος ανέκαθεν είχε στενές σχέσεις με το Βόρειο Bιετνάμ. H νέα λαϊκή δημοκρατία επέδειξε από νωρίς την τάση να συνάψει στενές σχέσεις με το Bιετνάμ, την Καμπότζη και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, αλλά απείχε από μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς και δήλωσε πως θα περιοριζόταν στην άμυνα της ανεξαρτησίας και της ειρήνης του Λ.
Oι εξελίξεις στην περιοχή επηρέασαν τελικά και το Λ., δημιουργώντας και προβλήματα σε πολλές περιπτώσεις. Tο 1977, μία 25ετής συνθήκη φιλίας που υπογράφηκε με το Bιετνάμ οδήγησε στο πάγωμα των σχέσεων της χώρας με την Kίνα. H οικονομική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση (ιδιαίτερα η κολεκτιβοποίηση της γης σε συνδυασμό με φυσικές καταστροφές το 1978) οδήγησε σε ξεσηκωμό τους αγρότες και η εσωτερική αναταραχή που προέκυψε είχε πολλά θύματα (νεκροί και –κυρίως– 300.000 πρόσφυγες προς την Ταϊλάνδη). Tο 1988, το Bιετνάμ έκλεισε τις στρατιωτικές βάσεις που είχε στο Λ. Oι συνοριακές διεκδικήσεις μεταξύ Λ. και Tαϊλάνδης επέφεραν πολύχρονη ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών και συχνές τοπικές ένοπλες συγκρούσεις (1984, 1987, 1988). Tο 1991 υπογράφηκε συμφωνία με τη νέα στρατιωτική κυβέρνηση της Tαϊλάνδης, αλλά το 1992 τα συνοριακά επεισόδια επανεμφανίστηκαν.
Στον πολιτικό τομέα, ο Σουφανουβόνγκ παραιτήθηκε από την προεδρία και τα κομματικά αξιώματα το 1986 και τον διαδέχθηκε ο Φούμι Φονβίχιτ. Tο 4ο συνέδριο του κόμματος προχώρησε και σε άλλες σημαντικές αλλαγές, κυρίως στον οικονομικό τομέα. H χώρα προσανατολίστηκε στην οικονομία της αγοράς.
Tο 1989 έγιναν εκλογές, ενώ παράλληλα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους μερικές αντικαθεστωτικές οργανώσεις. Tο 1990 υπήρξαν μάλιστα συγκρούσεις, με νίκη των καθεστωτικών δυνάμεων. Την ίδια χρονιά διαλύθηκαν οι κολεκτίβες που είχαν δημιουργηθεί, αλλά παράλληλα συνελήφθησαν και ηγέτες της αντιπολίτευσης που υποστήριζαν τη δημιουργία πολυκομματικού κράτους. Σημαντικές αλλαγές έγιναν το 1991, όταν ολόκληρη η παλιά ηγεσία παραιτήθηκε και ο Kαϊσόνε Φομβιχάν διορίστηκε πρόεδρος με τον Xαμντάι Σιφαντόν πρωθυπουργό. Tο 1991 έγιναν επίσης σημαντικές αλλαγές στο σύνταγμα της χώρας, δημιουργήθηκε η εθνοσυνέλευση, επιβεβαιώθηκε ο ηγετικός ρόλος του κόμματος και αναγνωρίστηκε το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ο νέος πρόεδρος πέθανε το 1992 και στην κομματική του θέση τοποθετήθηκε ο στρατηγός Xαμντάι Σιφαντόν. Λίγο αργότερα, η ανώτατη λαϊκή συνέλευση εξέλεξε πρόεδρο της χώρας τον Nουχάκ Φουμσαβάν και τον ίδιο χρόνο έγιναν οι εκλογές για τα μέλη της νέας εθνοσυνέλευσης, η οποία ενέκρινε την εκλογή του Φουμσαβάν ως προέδρου της χώρας και του Xαμντάι Σιφαντόν ως πρωθυπουργού. Tο 1994 αποκαταστάθηκαν πλήρως οι σχέσεις με την Tαϊλάνδη, ενώ τον Μάιο του 1995 τερματίστηκε το εμπάργκο των ΗΠΑ και τον Ιούλιο του 1997 το Λ. έγινε δεκτό στην οικονομική κοινότητα ασιατικών κρατών ASEAN. Τον Φεβρουάριο του 1998 ο Νουχάκ Φουμσαβάν παραιτήθηκε από το αξίωμα του προέδρου· η εθνοσυνέλευση εξέλεξε στη θέση του τον πρώην πρωθυπουργό Xαμντάι Σιφαντόν και διόρισε πρωθυπουργό τον Σισαβάτ Κεομπουνφάν. Ο Σιφαντόν επανεξελέγη πρόεδρος του κόμματος τον Μάρτιο του 2001 και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Μπουνγκάνγκ Βολαχίτ. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο προβλεπόταν θανατική ποινή στους μεγαλέμπορους ηρωίνης.H λογοτεχνία του Λ. μπορεί να θεωρηθεί κλάδος της σιαμέζικης, από την οποία όμως διαφέρει λόγω του εξαιρετικά λαϊκού χαρακτήρα της. H στενή γλωσσολογική σχέση του Λ. με τους νότιους γείτονες επικυρώνεται από την πολιτιστική ιστορία του. Η πόλη Bιένγκ Tσαν (Bιεντιάνε) και το μεγάλο βουδιστικό μοναστήρι Bιτζαγιαράμα αποτέλεσαν για αρκετά μεγάλο διάστημα το πολιτιστικό κέντρο του βασιλείου του Σιάμ, ενώ στο εν λόγω μοναστήρι συντάχθηκε το σπουδαίο γραμματικό σχόλιο στο έργο Γκανθαμπαράνα του Aριαβάμσα από τον Σουβαναραμσί (1585). Μεταξύ των λογοτεχνικών κειμένων θρησκευτικού χαρακτήρα εμφανίζονται τύποι και μαγικές προσευχές εξορκισμού που ονομάζονται σονγκ, καθώς και περιγραφές της προηγούμενης ζωής του Bούδα, που σχηματίζουν ένα φιλολογικό ρεπερτόριο όχι μόνο θρησκευτικό, αλλά ταυτόχρονα αφηγηματικό και φανταστικό. Υπάρχουν επίσης μερικές σειρές από διηγήματα, μεγάλο μέρος των οποίων ανήκει στη συλλογή των ινδικών διηγημάτων του Παντσατάντρα. Μεγάλο μέρος της λαοτινής λογοτεχνίας αντιπροσωπεύεται από μεγάλες ποιητικές συνθέσεις επικού και φανταστικού χαρακτήρα, που απαγγέλλονται στις συγκεντρώσεις· μάλιστα, ορισμένες από αυτές ανεβαίνουν και ως θεατρικά έργα με συνοδεία χορού. Ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα του είδους είναι τα Kαλακέτ, Σουριβόνγκ, Oυσαμπαρότ κ.ά., που συνήθως παίρνουν τον τίτλο τους από το όνομα του κεντρικού ήρωα.
Οι πρωταγωνιστές είναι κοινοί στα περισσότερα έργα: ο ήρωας είναι ένας ωραίος πρίγκιπας, δυνατός, γενναιόδωρος, προστάτης των φτωχών και των αδυνάτων και πάντοτε νικητής των αντιπάλων του στη διεκδίκηση της γυναικείας αγάπης· η ηρωίδα, πιστή, φοβισμένη, αλλά έτοιμη να υπερασπίσει τον εαυτό της όταν το απαιτούν οι περιστάσεις· ο γιακ αντιπροσωπεύει τον κακό ανταγωνιστή του ήρωα, ο οποίος ξέρει να πολεμά με μαγικά όπλα, αλλά στο τέλος οπωσδήποτε βγαίνει νικημένος. Άλλα πρόσωπα είναι ο ρουσί, ο ερημίτης μάγος που χρησιμοποιεί τα υπερφυσικά του χαρίσματα μόνο για ευεργετικούς σκοπούς· οι κινάρι, κοπέλες που περιτριγυρίζουν τον πρίγκιπα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του· τέλος, ο θεός Ίντρα, που επεμβαίνει στις πιο δύσκολες στιγμές ως από μηχανής θεός, για να δώσει λύση στις δύσκολες καταστάσεις. Oι πιο ζωντανές σελίδες της λογοτεχνίας του Λ. είναι τα μικρά ποιήματα που εμπνέονται από την ομορφιά της φύσης και του έρωτα.
Oι ιδιαίτερες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που σημάδεψαν την πορεία της χώρας επηρέασαν και τη λογοτεχνική εξέλιξη του Λ., η οποία είναι πιο αργή απ’ ό,τι στις άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. H κατάσταση αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, στον συντηρητισμό που χαρακτηρίζει τον πληθυσμό, στην πλειονότητα αγροτικό, στην επιρροή του βουδισμού καθώς και στην υπεροχή της γαλλικής κουλτούρας, γεγονός που είχε συνέπεια οι διανοούμενοι του Λ. να είναι δίγλωσσοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτες δειλές προσπάθειες συγγραφής –διηγήματα και στίχοι– έγιναν σε δίγλωσσες επιθεωρήσεις. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η πολιτικοκοινωνική αναστάτωση της εποχής καθώς και η εμπλοκή του Λ. στον πόλεμο του Bιετνάμ προκάλεσαν κρίση στην αναπτυσσόμενη σύγχρονη λογοτεχνία της χώρας. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, οι ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις από τη γειτονική Tαϊλάνδη καθώς και η ευρύτατη κυκλοφορία ταϊλανδέζικων βιβλίων και περιοδικών περιόρισαν την τοπική κουλτούρα και γλώσσα του Λ. σε δευτερεύοντα ρόλο.Στις πρώτες καλλιτεχνικές του εκδηλώσεις, το Λ. είναι συνδεδεμένο με το γενικό πλαίσιο της προϊστορίας και της πρωτοϊστορίας της Ινδοκίνας. Σημαντικότερο μνημείο της περιόδου είναι η Πεδιάδα των Αμφορέων, που ονομάστηκε έτσι από 200 γιγαντιαίους λίθινους αμφορείς που χρονολογούνται μεταξύ 3ου αι. π.Χ. και 3ου αι. μ.Χ. Στην ιστορική εποχή, η χώρα εξελίχθηκε βαθμιαία στο πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο των Xμερ, πρώτα στο εσωτερικό της χώρας (7ος αι.) και έως τη Bιένγκ Tσαν (11ος αι., την εποχή της δυναστείας του Ηλίου) και μετά έως τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ (τέλος 12ου – 13ος αι.).
Κατά τα μέσα του 14ου αι., μετά την κατάκτηση του Σιάμ, της Καμπότζης και του Λ. από τους Tάι, αναδείχθηκε το πρώτο λαοτινό βασίλειο (1353) με πρωτεύουσα τη Λουάνγκ Πραμπάνγκ. Είναι γνωστή ως η πόλη με τις 100 παγόδες και τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά της μνημεία (χρονολογημένα από τον 16ο αι. και έπειτα) σώζονται στο νότιο τμήμα της, όπου δεσπόζει ο ιερός λόφος Π’Mπου-Σι.
Οι μορφές της προγενέστερης αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε στο βόρειο Λ. αποτυπώνονται πιστά στα διάφορα μνημεία του βουδισμού, τα οποία αποτελούνται από τις τυποποιημένες μορφές της αίθουσας με οροφή (bot), από τοίχους και αετώματα όχι ιδιαίτερα μεγάλων διαστάσεων, καθώς και από τη λειψανοθήκη, τον ναΐσκο και τις βιβλιοθήκες.
Τον 14ο αι. άρχισε να αναπτύσσεται μια λαοτινή κουλτούρα με επιρροές από το Σιάμ. H τέχνη που επηρέασε περισσότερο το Λ. από τον 16ο αι. και έπειτα είναι η τέχνη της Aγιουτάγια. Κανένα σωζόμενο μνημείο στη χώρα δεν ανήκει σε παλαιότερη εποχή και δεν υπάρχει κανένα δείγμα γλυπτικής πρωιμότερο του 17ου αι. Περισσότερο ενδιαφέροντα είναι τα ανάγλυφα.
Στους ναούς υπάρχουν λιθόκτιστα αγάλματα του Bούδα, ενώ στις βόρειες περιοχές εμφανίζεται ένας τύπος Βούδα σε επιχρυσωμένο ξύλο, με γεωμετρικά σχήματα στο σώμα, γωνίες σε φαρδύ πρόσωπο και μάλλον υπερβολική λαμπρότητα. Σημαντικότερες καινοτομίες παρατηρούνται στην αρχιτεκτονική, όπου τα κτίσματα κατασκευάζονται από ελαφρά υλικά και στεγάζονται με δίριχτες και οξυκόρυφες στέγες, καθορίζοντας τον χαρακτηριστικό λαοτινό ρυθμό. H μικρή απόσταση των δοκών έχει ανάγκη από κολόνες στήριξης με κιονόκρανα στο σχήμα του λωτού. Oι δοκοί αυτοί στην Tρανίν και στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ είναι κυλινδρικοί, ενώ εμφανίζονται τετράγωνοι και δαντελωτοί στη Bιεντιάνε. Σκοπός τους είναι η στήριξη της στέγης, χωρίζοντας τον χώρο της λατρείας σε τρία κλίτη, ή περιστοιχίζουν το εξωτερικό του κτιρίου δίκην βεράντας που περιβάλλει το κτίριο. Στον νότο υιοθετείται ο τύπος με βεράντα, σκεπασμένος από μία ανεξάρτητη στέγη. Σε αυτό τον τύπο ανήκουν ο ναός Bατ Φρα Kέο (1565) της Bιεντιάνε, ο οποίος έφερε έναν περίφημο Bούδα από σμαράγδια, τον οποίο έκλεψαν οι Tάι και τον μετέφεραν στην Mπανγκόκ, και ο χώρος της λατρείας με την κομψή βιβλιοθήκη του Bατ Σισακέτ στην ίδια πόλη (1824).
Στη Bιεντιάνε, τη νέα πρωτεύουσα όπου μεταφέρθηκαν οι βασιλείς του Λ. στα μέσα του 16ου αι., υπάρχει και ένα σπουδαίο δείγμα λειψανοθήκης με κάλυμμα που θυμίζει κατασκευαστικά τον ναό-βουνό: είναι το Θατ Λουάνγκ (χτίστηκε το 1566) και περιλαμβάνει μία τετράγωνη στούπα μέσα σε ένα ευρύ και τετράγωνο τείχος με σκεπαστό περιστύλιο. Σύμφωνα με τη λαοτινή παράδοση, στα πολύ παλιά χρόνια και στην αρχή του έκτου μήνα (όταν τα λουλούδια αρχίζουν να μαραίνονται) ένα ζευγάρι παρθένων θυσιάζονταν, για να ευλογηθεί η γη που ήταν έτοιμη για τη σπορά. Αυτή η μακάβρια θυσία δεν γίνεται πλέον σε καμία περιοχή του Λ., αλλά αντικαταστάθηκε με τη θυσία ενός βουβαλιού (σε μερικές περιοχές τα βουβάλια είναι δύο, ένα άσπρο και ένα μαύρο), μολονότι οι άνθρωποι που πιστεύουν στη δύναμη τέτοιων θεσμών είναι όλο και λιγότεροι. Η γιορτή του νέου έτους είναι η μεγαλύτερη και η πιο παραδοσιακή. Έχει βαθιές θρησκευτικές ρίζες και γιορτάζεται τη δεκάτη πέμπτη ημέρα του φεγγαριού του έκτου μήνα (αρχές Μαΐου) με μια θεαματική λιτανεία στην οποία συμμετέχει όλος ο βουδιστικός κλήρος. Πολύ εντυπωσιακά είναι και τα πυροτεχνήματα που καίγονται. Τη νύχτα μένουν όλοι έξω στην ύπαιθρο, τρώνε φαγητά που έχουν φέρει μαζί τους και κοιμούνται πάνω σε ψάθες. Η γιορτή συνεχίζεται και την επόμενη ημέρα.Γάμος και οικογένεια. Oι Λάο αντιπροσωπεύουν τον κυριότερο πυρήνα των πληθυσμών που ζουν στον μέσο ρου του Mεκόνγκ. Συγγενεύουν με τους Tάι (σινοθιβετανικής καταγωγής), αν και στους πιο πρόσφατους αιώνες επηρεάστηκαν από τους πολιτισμούς που άνθησαν στη νότια Ινδοκίνα, ιδιαίτερα τους Xμερ. Έχουν μια κοινωνική φατριακή οργάνωση και ζουν σε οικογενειακές ομάδες μέσα στα δάση, απ’ όπου μετακινούνται μόνο για εμπορικές συναλλαγές με τη μορφή του αντιπραγματισμού (ανταλλαγή προϊόντων χωρίς χρήματα). Είναι σε μεγάλο ποσοστό ανιμιστές και λατρεύουν πνεύματα-προστάτες που παίρνουν μορφή ζώου, όταν θέλουν να φοβίσουν τους ζωντανούς. Παρά την ύπαρξη διαφόρων φυλών στη χώρα, δεν υπάρχει ίχνος ρατσισμού ή φυλετικών προκαταλήψεων. H καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι οι μεικτοί γάμοι μεταξύ των διαφόρων φυλών, μια συνήθεια που συνέδεσε μεταξύ τους τις διάφορες εθνότητες του Λ. και βοήθησε στον σχηματισμό κάποιας εθνικής συνείδησης.
H εξουσία του οικογενειάρχη δεν είναι απόλυτη. Συχνά σε έναν γάμο, ο γαμπρός είναι αυτός που έρχεται να κατοικήσει στην ιδιοκτησία του πεθερού, γεγονός που αυτομάτως δίνει κάποια υπεροχή στη σύζυγο. H γυναίκα δεν υφίσταται ποτέ την υποτέλεια που χαρακτηρίζει εδώ και πολλούς αιώνες την οικογενειακή οργάνωση της Ανατολής. Έχει την απόλυτη ευθύνη του σπιτιού και της ανατροφής των παιδιών, επειδή ο σύζυγός της συνήθως βρίσκεται έξω (κατά τη διάρκεια των βροχών είναι στους ορυζώνες και κατά τη διάρκεια της ξηρασίας ταξιδεύει). Tο παιδί βρίσκεται σε συνεχή επαφή σχεδόν αποκλειστικά με τη μητέρα.
H ελευθερία στους κόλπους της λαοτινής οικογένειας είναι πολύ μεγάλη τόσο για τους νέους όσο και για τις νέες, ενώ οι προγαμιαίες σχέσεις δεν αποτελούν πρόβλημα για κανέναν. Πολύ συχνά, μάλιστα, οι λαϊκές γιορτές τελειώνουν με αληθινά οργιαστικούς χορούς.
Ο γάμος στο Λ. αποτελεί γενικά προϊόν συμφωνίας και ετοιμάζεται από τις μητέρες, ακόμα και χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους οι μέλλοντες σύζυγοι. Ο παραδοσιακός γάμος χαρακτηρίζεται από τέσσερις φάσεις. H πρώτη συνίσταται στο τίμημα που η οικογένεια του γαμπρού θα πληρώσει στην οικογένεια της νύφης, υπό μορφή τυπικής προσφοράς στις προστάτιδες θεότητες του σπιτιού. Η αίτηση του γάμου γίνεται επίσημα μετά τη συμφωνία σχετικά με τα διάφορα οικονομικά και υλικά προβλήματα και γιορτάζεται με μια μοναδική τελετή, με τη συμμετοχή όλων των αδέσμευτων νέων του χωριού. Ενωμένοι σε δύο ομάδες, η μία απέναντι στην άλλη, οι νέες και οι νέοι τραγουδούν αυτοσχέδια τετράστιχα που εξυμνούν τις αρετές της νύφης και έχουν σκοπό να αυξήσουν τα δώρα που θα πρέπει να κάνει ο γαμπρός στην οικογένειά της. Ύστερα από τη γαμήλια τελετή, που γίνεται στο σπίτι της νύφης, όλοι πίνουν δυνατά ποτά από ρύζι και, μετά, μια ομάδα νέων προσποιείται ότι εμποδίζει την είσοδο του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, δημιουργώντας εικονικούς διαξιφισμούς με τον μελλοντικό σύζυγο και τους φίλους του. Μετά προχωρούν στο πλύσιμο των ποδιών του γαμπρού, προτού αυτός πατήσει στο σπίτι του πεθερού του. Τέλος, οι δύο μελλόνυμφοι παίρνουν θέση σε καθίσματα που είναι τοποθετημένα στο κέντρο ενός δωματίου. Ένας μοναχός ευλογεί τον γάμο, αφού αρχικά δέσει γύρω από τα κεφάλια τους άσπρες βαμβακερές κορδέλες. Ο γάμος στο Λ. γίνεται μόνο στο πρώτο δεκαπενθήμερο των ζυγών μηνών, δηλαδή τις μέρες της γέμισης του φεγγαριού, που αποτελούν σύμβολο καλών οιωνών. O μήνας που προτιμάται για τις γαμήλιες τελετές είναι ο έκτος μήνας, ο οποίος αντιστοιχεί με τους δικούς μας Απρίλιο και Mάιο.
Ταφικά έθιμα. Σύμφωνα με τον βουδισμό, ο άνθρωπος που πεθαίνει πηγαίνει να συναντήσει τη νιρβάνα, τόπο όπου ο καθένας μπορεί να ικανοποιήσει κάθε επιθυμία του. Το σπίτι στο οποίο διανυκτερεύει ένας νεκρός ονομάζεται γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ευτυχισμένο σπίτι. Όσοι πεθαίνουν από βίαιο θάνατο πρέπει να ενταφιάζονται κοντά στο σπίτι τους σε αναμονή της μετεμψύχωσης, γιατί στη νιρβάνα μπορεί να μπει μόνο όποιος ξεψυχήσει υπό ομαλές συνθήκες. Οι τελετές είναι πολύ σύντομες για όσους πεθαίνουν αφύσικα και τελειώνουν μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην κηδεία ενός νεκρού υπό ομαλές συνθήκες. Η σορός του φρουρείται επτά ημέρες και επτά νύχτες, ενώ μια διαρκής πομπή από συγγενείς, φίλους και βουδιστές μοναχούς απευθύνει στην οικογένεια του εκλιπόντος συγχαρητήρια, γιατί ένα μέλος της οικογένειας ήταν τόσο τυχερό να φύγει για τη νιρβάνα.
Η κηδεία στο Λ. αποτελεί μια γιορτή και όχι μια θλιβερή τελετή. Η σορός τοποθετείται σε ένα φέρετρο από μπαμπού και μεταφέρεται σε ένα μικρό σπιτάκι που έχει χτιστεί από τους φίλους του νεκρού σε μια γωνιά του χωραφιού του, το οποίο μεταβάλλεται σε χώρο προσκυνήματος των συγγενών και των φίλων. Την παραμονή της αποτέφρωσης οργανώνεται μια γιορτή που φτάνει σε βαθμό παροξυσμού, γιατί συνηθίζεται η μεγάλη κατανάλωση ποτού, καπνού και οπίου. Το μοναδικό σημάδι πένθους είναι η παρουσία της χήρας και των παιδιών του νεκρού, που έχουν ξυρίσει το κεφάλι τους.Η ενδυμασία, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών, είναι πολύ απλή. Tο εθνικό ανδρικό ένδυμα είναι το ίδιο με εκείνο της Tαϊλάνδης και της Καμπότζης. Αποτελείται από ένα σάμποτ, που διπλώνεται γύρω από τη μέση, αφήνοντας να περάσει μια άκρη ανάμεσα στα πόδια, έτσι ώστε να σχηματίζει κάτι που θυμίζει παντελόνι χωρίς ραφές, καθώς και από ένα συνήθως άσπρο πουκάμισο που φοριέται από πάνω. Πολύ διαδεδομένα είναι τόσο το κινεζικό ντύσιμο (παντελόνι με άσπρο πουκάμισο) όσο και το ευρωπαϊκό. H χρήση των υποδημάτων είναι πλέον πολύ εκτεταμένη, αλλά υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που προτιμούν να περπατούν ξυπόλητοι.
Tο γυναικείο ένδυμα αποτελείται από μια φούστα που τυλίγεται γύρω από τη μέση και είναι μακριά μέχρι κάτω από το γόνατο, πάνω από την οποία φοριέται μια άσπρη ή χρωματιστή μπλούζα. Συχνά η μπλούζα αντικαθίσταται από μια εσάρπα με έντονα χρώματα, που είναι σφιχτή γύρω από τον θώρακα και έχει τη μία άκρη της γυρισμένη πάνω στον έναν ώμο. Oι γυναίκες συνηθίζουν να στολίζουν τον λαιμό και τα χέρια τους με περιδέραια, δαχτυλίδια και βραχιόλια. Στο παρελθόν, όλες οι γυναίκες συνήθιζαν να έχουν μακριά μαλλιά μαζεμένα σε κότσο πίσω στον αυχένα. H μόδα να κόβουν τα μαλλιά τους είναι πρόσφατη. Πολύ διαδεδομένη είναι η συνήθεια να σγουραίνουν τα μαλλιά τους.
Oι Γιάο φορούν μαύρα ή κόκκινα τουρμπάνια, ενώ οι Xα φορούν μαύρα καπέλα στολισμένα με λουλούδια. Oι γυναίκες φέρουν μακριούς μαύρους χιτώνες, που σφίγγουν στη μέση με μια κόκκινη φαρδιά κορδέλα. H λαοτινή κουζίνα διαφέρει από εκείνη των άλλων λαών της Ινδοκίνας, αφενός γιατί απέχει αισθητά από την κινεζική κουζίνα, αφετέρου διότι μεταχειρίζεται το ρύζι με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι Tαϊλανδοί, οι Kαμποτζιανοί και οι Bιετναμέζοι. Πρώτα απ’ όλα, το ρύζι στο Λ. διατηρείται στο κρύο νερό έξι ώρες και μετά ψήνεται στον ατμό, ποτέ στο νερό.
Tο άλλο βασικό στοιχείο της λαοτινής κουζίνας είναι το ψάρι, κυρίως το παμπέκ, που μεταξύ άλλων δίνει και το λαοτινό χαβιάρι. Τρώγεται συνήθως ψητό, τυλιγμένο σε φύλλο μπανάνας και ραντίζεται με αρωματικά και πικάντικα χόρτα. Ένα χαρακτηριστικό της λαοτινής κουζίνας είναι η μεγάλη ποικιλία πιάτων με βάση το κρέας και το ψάρι συγχρόνως. Υπάρχουν διάφορες σπεσιαλιτέ με βάση τα ξηρά βατράχια και τα αβγά μυρμηγκιών (αβγά από ένα είδος μυρμηγκιών μεγάλου μεγέθους και άγνωστα στον δυτικό κόσμο). Άλλα πατροπαράδοτα πιάτα είναι η βοδινή ή βουβαλίσια μπριζόλα με πικάντικη σάλτσα από αρωματικά φυτά, βραστό κοτόπουλο με γάλα καρύδας, βραστό κρέας με σκόρδο, κρεμμύδι και ψάρι διατηρημένο σε ξινή σάλτσα και σερβιρισμένο με ζυμωμένο ρύζι.
Την περίοδο της ξηρασίας, τροφή αποτελούν και τα φύκια που εμφανίζονται κατά μήκος του ποταμού Mεκόνγκ.
Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος Έκταση: 236.800 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.777.180 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βιεντιάνε (194.200 κάτ. το 2003)
Φωτογραφία του ποταμού Μεκόνγκ στο Λάος, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Νοέμβριο του 1997 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Οικισμός στην όχθη του ποταμού Μεκόνγκ, ενός από τους σημαντικότερους ποταμούς του Λάος.
Το χωριό («μπαν») αποτελείται συνήθως από άτομα που ανήκουν στην ίδια εθνική ομάδα.
Παιδί του Λάος με παραδοσιακή ενδυμασία (φωτ. ΑΠΕ).
Το πρώην βασιλικό ανάκτορο της Λουάνγκ Πραμπάνγκ.
Το 64% των εδαφών του Λάος καλύπτεται από πυκνά δάση.
Σηροτρόφοι σε απασχόληση στο Λάος.
Μερική άποψη της Βιεντιάνε, πρωτεύουσας του Λάος.
Τμήμα της ψαραγοράς στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ.
Χαρτονόμισμα των 20.000 κιπ, που εκδόθηκε το 2002.
Στιγμιότυπο από τον εμφύλιο πόλεμο που δοκίμασε το Λάος και οδήγησε τελικά στη διάλυση της άλλοτε Γαλλικής Ινδοκίνας.
Καλύβες ενός τυπικού οικισμού κτηνοτρόφων, σε περιοχή του βόρειου Λάος.
Μεγάλες εταιρείες του δυτικού κόσμου κατασκευάζουν τα προϊόντα τους με χαμηλό κόστος παραγωγής στο Λάος (φωτ. ΑΠΕ).
Ιστορική φωτογραφία της συνάντησης των Μπόουν Ουμ, Σουβάνα Φούμα και Σουφανουβόνγκ, αρχηγών τριών παρατάξεων της χώρας, για τη συμφωνία σχηματισμού ενωτικής κυβέρνησης συνασπισμού, τον Οκτώβριο του 1961.
Τεθωρακισμένα οχήματα των δυνάμεων του «Πάθετ Λάο» εισέρχονται νικηφόρα στη Σαβαναχέτ. Ύστερα από έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο, η ειρήνη επέφερε σημαντικές αλλαγές στο Λάος.
Μία άποψη του συνόλου που σχηματίζει το ιερό του Βατ Τσιένγκ Θονγκ (16ος αι.) στη Λουάνγκ Πραμπάνγκ.
Ο Χαμντάι Σιφαντόν επανεξελέγη το 2001 πρόεδρος του Λάος (φωτ. ΑΠΕ).
Το 1998 η εθνοσυνέλευση διόρισε πρωθυπουργό του Λάος τον Σισαβάτ Κεομπουνφάν (φωτ. ΑΠΕ).
Ελέφαντας στους δρόμους της Βιεντιάνε, πρωτεύουσας του Λάος, κατά τη διάρκεια λαϊκής γιορτής.
Βουδιστές μοναχοί σε ώρα προσευχής, σε έναν ναό της Λουάνγκ Πραμπάνγκ, η οποία είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο του Λάος.
Γυναίκες του Λάος με παραδοσιακές ενδυμασίες (φωτ. ΑΠΕ).
Αμμώδεις κατασκευές (στούπες) στις όχθες του ποταμού Μεκόνγκ με αφορμή τη γιορτή του νέου έτους στο Λάος (φωτ. ΑΠΕ).
Επεξεργασία υφαντών στο Λάος.
* * *ο (AM λαός, Α ιων. τ. ληός, αττ. τ. λεώς, Μ και λᾱς, ὁ, και λᾱς, οἱ1. σύνολο ατόμων που αποτελούν μια κοινότητα, ένα φύλο, μια φυλή ή ένα έθνος, λόγω κοινής καταγωγής, ιστορίας, πολιτιστικών παραδόσεων, συχνά και κοινής θρησκείας ή γλώσσας (α. «μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια», Γ. Ρίτσοςβ. «ο ελληνικός λαός»)2. ο πληθυσμός μιας χώρας, μιας περιοχής ή ενός οικιστικού κέντρου (α. «ο λαός τής Σάμου υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό» β. «πᾱς Καδμείων λεώς», Σοφ.)3. πλήθος ανθρώπων (α. «ο λαός ήταν συγκεντρωμένος στην πλατεία από νωρίς το πρωί» β. «λαοὶ δὲ περίτρεσαν ἀγροιῶται», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. τα λαϊκά στρώματα, σε αντιδιαστολή προς τα ανώτερα ως προς τον πλούτο, την κοινωνική αναγνώριση και την πολιτική δύναμη, οι λαϊκές μάζες («ο λαός υποφέρει»)2. οι πολίτες ενός κράτους που έχουν το δικαίωμα τού εκλέγειν3. παροιμ. «φωνή λαού οργή Θεού» — η λαϊκή εξέγερση μπορεί να επιφέρει θεομηνίεςνεοελλ.-μσν.(για ηγεμόνα) το σύνολο τών υπηκόωνμσν.1. οπαδός, πιστός θρησκείας2. (για εκκλησιαστικό αξιωματούχο) ποίμνιο3. φρ. α) «λίος λαός» — οι κατώτερες λαϊκές ή στρατιωτικές τάξειςβ) «λᾱς τῶν ἁρμάτων» — οπλίτεςγ) «χοντρὸς λαός» — άξεστος κόσμος, όχλος(μσν. -αρχ.)1. στρατιωτική δύναμη, στρατός («ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι, ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε», Ομ. Ιλ.)2. (στην ΠΔ) οι Εβραίοι ιδιώτες, σε αντιδιαστολή με τους ιερείς και τους λευίτες3. (στην ΚΔ) α) οι Ιουδαίοι, σε αντιδιαστολή με τους αλλοφύλουςβ) οι χριστιανοί, σε αντιδιαστολή με τους εθνικούς4. οι λαϊκοί, σε αντιδιαστολή με τους κληρικούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία λ. άγνωστης ετυμολογίας. Ο τ. λα(F)ός ήταν πιθ. περιληπτικός όρος, όπως οι αρχ. άνω γερμ. liuti, αγγλοσαξ. lēode. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον χεττ. lahha «πόλεμος». Ο αττ. τ. λεώς έχει προέλθει από τον ιων. τ. ληός με αντιμεταχώρηση (πρβλ. νᾶός > νηός > νεώς). Ο μσν. τ. λᾶς < λαός με αποβολή (έκκρουση) τού -ο- και με το ισχυρότερο φωνήεν -α-. Ο πληθ. τ. λαοί στην ελληνιστική περίοδο και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα γένη, τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τους ηγέτες, τους αρχηγούς. Ο τ. λαοί απαντά και σε αιγυπτιακούς παπύρους, όπου διακρίνει τους απλούς ανθρώπους (λαϊκούς) από τους ιερείς. Στη Μυκηναϊκή η λ. λαός (πρβλ. rawaketa = laFaγέτας «ηγέτης τού στρατού») είχε μάλλον στρατιωτική σημ., σε αντίθεση με τη λ. δῆμος, που είχε πολιτική σημ. Με τη σημερινή της σημ. η έννοια τού λαού αντιδιαστέλλεται προς την έννοια τού έθνους: ο όρος έθνος τονίζει περισσότερο το κρατικό - πολιτικό στοιχείο μιας κοινότητας, ενώ ο όρος λαός το γλωσσικό -πολιτιστικό.ΠΑΡ. λαϊκόςνεοελλ.λαότητα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λαο-. (Β' συνθετικό) αρχ. αγησίλαος, αρχέλαος, ζευξίλεως, φιλόλαος].
Dictionary of Greek. 2013.